- εύσχημος
- -η, -ο (Α εὔσχημος, -ον)αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιοςνεοελλ.αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»).επίρρ...ευσχήμως (Α εὐσχήμως)με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώςνεοελλ.ευλογοφανώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. ά-σχημος, μεγαλό-σχημος].
Dictionary of Greek. 2013.